- κακοπλασία
- ηελαττωματική διάπλαση ενός μέλους τού σώματος ή και όλου τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπλαστικός — ή, ό ιατρ. αυτός που αναφέρεται στην κακοπλασία, ελαττωματικά διαπλασμένος, κακοπλασμένος … Dictionary of Greek
κακοφυΐα — η (Α κακοφυΐα) [κακοφυής] ιατρ. κακή διάπλαση τού σώματος, κακοπλασία … Dictionary of Greek